- οιστρηλατώ
- (ΑΜ οἰστρηλατῶ, -έω) [οιστρήλατος]παθ. οιστρηλατούμαι, -έομαικυριεύομαι από οίστρο, κατέχομαι απο παράφορο πάθος, νιώθω έξαψη, εξαγριώνομαινεοελλ.κάνω κάποιον να νιώσει έντονο ενθουσιασμό, εμπνέωαρχ.(για τον οίστρο) καθιστώ κάποιον παράφρονα, προκαλώ μανία σε κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.