οιστρηλατώ

οιστρηλατώ
(ΑΜ οἰστρηλατῶ, -έω) [οιστρήλατος]
παθ. οιστρηλατούμαι, -έομαι
κυριεύομαι από οίστρο, κατέχομαι απο παράφορο πάθος, νιώθω έξαψη, εξαγριώνομαι
νεοελλ.
κάνω κάποιον να νιώσει έντονο ενθουσιασμό, εμπνέω
αρχ.
(για τον οίστρο) καθιστώ κάποιον παράφρονα, προκαλώ μανία σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰστρηλάτῳ — οἰστρήλατος driven by a gadfly masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιστρηλάτημα — το (Α οἰστρηλάτημα) [οιστρηλατώ] διέγερση που οφείλεται σε τσίμπημα οίστρου και συνοδεύεται από εκδηλώσεις μανίας …   Dictionary of Greek

  • παροιστρώ — άω και έω ΜΑ κεντρίζω, οιστρηλατώ, εξωθώ σε μανία, είμαι μανιακός («ὡς δάμαλις παριστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ», ΠΔ) αρχ. (μτβ.) ερεθίζω, παροξύνω, προτρέπω κάποιον («μαινάδων ἐπ αὐτὸν χοροὺς παρῴστρησεν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰστρῶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”